- ερημητήρι
- ερημητήριο[ν] τό1) жилище отшельника, скит; 2) жильё, жилище в глуши, в глухомани
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ερημητήριο — και ερημητήρι μέρος σε έρημο και μακρινό τόπο, στον οποίο αποσύρεται κάποιος για να ζήσει μόνος (αλλιώς ασκητήριο, ησυχαστήριο, μοναστήρι) («ερημητήρι για τού Θεού χτισμένο τη λατρεία», Καζαντζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρημος + τήριον. Αντιδάνεια λ.… … Dictionary of Greek